κατάπαστος

κατάπαστος
κατάπαστος, -ον (Α) [καταπάσσω]
1. καλά πασπαλισμένος
2. καλυμμένος, σκεπασμένος («ἔλθοις στεφάνοις κατάπαστος», Αριστοφ.)
2. κεντημένος, καταστολισμένος («χιτών χρυσῷ κατάπαστος», Διόδ.)
3. κατάλληλος για πασπάλισμα, για ράντισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατάπαστος — besprinkled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπαστον — κατάπαστος besprinkled masc/fem acc sg κατάπαστος besprinkled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπάστοις — κατάπαστος besprinkled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπαστα — κατάπαστος besprinkled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπαστοι — κατάπαστος besprinkled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”